"Χρηματιστήριο Κεφαλών Ληστών"
Στο «Χρηματιστήριο Κεφαλών Ληστών» της εποχής, το κεφάλι του Γιαγκούλα αποτιμάτο προς 20.000 δραχμές, το έτος 1920.
Η τιμή αυτή, το 1925, εκτινάχθηκε (κατά …3000%), στο αστρονομικό ποσόν των 600.000 δραχμών, καθώς πλέον ο Γιαγκούλας ήταν διάσημος, με όλες τις επίσημες διωκτικές δυνάμεις και κάμποσους κυνηγούς κεφαλών στο κατόπι του.
Μνημονεύονται εν συντομία ορισμένα γνήσια γνωρίσματα της δράσης των ληστών της εποχής, από τα οποία προκύπτει ότι -και αυτοί ακόμη- είχαν, πράγματι, ορισμένους άγραφους νόμους και κώδικες τιμής, που τους τηρούσαν ευλαβικά.
«Να απαγάγωσι αιχμαλώτους τους πλουσίους και ζητώσι παρ’ αυτών τόσα λύτρα όσα ήσαν δυνατόν να δώσωσιν, χωρίς να χειροτερεύωσι την κοινωνικήν των θέσιν, εξερχόμενοι της αιχμαλωσίας»
Τρίτο άρθρο του "Κώδικα Τιμής των Ληστών" (Ελλάδα, αρχές εικοστού αιώνα)
«Δεν βάνω χέρι να ληστέψω πτωχούς ανθρώπους, που δεν έχουν 500 τουλάχιστον λίρες και πάνω, για την οικογένεια τους και τον εαυτόν τους»
Λήσταρχος Καπετάν-Φώτης Γιαγκούλας (Ελλάδα, δεκαετία του '20)
Κύριο χαρακτηριστικό τους θεωρείτο η «μπέσα», δηλαδή το φιλότιμο, η λεβεντιά, η ντομπροσύνη.
Ασφαλώς οι ληστές μισήθηκαν, κυρίως από το κράτος και την καθεστηκυία τάξη (ενόσω βέβαια, κάποιοι εκπρόσωποι της αξιοποίησαν αυτό το φαινόμενο προς ίδιον όφελος, πχ. για πολιτικούς εκβιασμούς ή για τον εκφοβισμό κάθε «ενοχλητικού»), αλλά παράλληλα λατρεύτηκαν από μεγάλο μέρος του λαού που έβλεπε σ’ αυτούς, τους απροσκύνητους, τους εκδικητές των χαμένων τους ονείρων.
Οι περισσότεροι συμπεριφέρονταν, σε κάποιο βαθμό, ως σύγχρονοι "Robin Hood".
Πολλές πράξεις τους υπήρξαν ευγενικές, τίμιες, δίκαιες.
Σχολεία και εκκλησίες επισκευάστηκαν με δωρεές τους, πολλές νέες προικίστηκαν, ενώ δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο της διανομής κλοπιμαίων σε φτωχούς, χήρες, ορφανά και αρρώστους.
Ομοιότητες μεταξύ των ληστών εκείνης της εποχής και των σημερινών, οιασδήποτε «μορφής», είναι μάταιο να αναζητηθούν. Πολύ δε περισσότερο, είναι αδύνατο να εντοπισθούν αντίστοιχοι κώδικες τιμής, αφού απλώς δεν υπάρχουν.
Ο Φώτης Γιαγκούλας συνήθιζε να λέει: «Οι κλέφτες θα ξοφλήσουν από τα βουνά και θα κατέβουν στις πόλεις».
Προφητικά τα λόγια του: Οι πιό επικίνδυνοι λήσταρχοι, κατέβηκαν στις πόλεις, και «ντύθηκαν» πολιτικοί, τραπεζίτες, επιχειρηματίες, χρηματιστές κλπ.
Εδώ ζουν, μέχρι και στις μέρες μας.
Αυξάνουν τα κεφάλαιά τους, χωρίς μάλιστα να κινδυνεύουν να χάσουν τα κεφάλια τους.
Και αντίθετα με τον Γιαγκούλα, αυτοί δε δίνουν φράγκο, ακόμη κι εάν τα θύματά τους είναι "πτωχοί άνθρωποι, που δεν έχουν 500 τουλάχιστον λίρες και πάνω, για την οικογένεια τους και τον εαυτόν τους".
Διότι, αυτοί δεν έχουν μπέσα.
Οι βοσκοί υπήρξαν ανέκαθεν σύμμαχοι, έστω και κατά συνθήκη, των ληστών, στους οποίους παρείχαν τροφή και κρυσφήγετο, με το αζημίωτο, φυσικά.
"Πότε θα 'ρθει η 'Ανοιξη"
"Πότε θα ΄ρθει η άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι, να βγουν οι βλάχοι στα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες, να βγουν τα λάγια πρόβατα εκεί ψηλά στη Φτέρη να βγουν τα λάγια πρόβατα με τα αργυρά κουδούνια, να βγω και γω ο μαύρος μου, με το άλογο καβάλα,να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια να πιω νερό απ’ την πηγή να γιάνω την πληγή μου"
το κειμενο προερχεται απο εδω και το βρισκω υπερβολικα ευστοχο!
ετσι ακριβως ειναι: οι πραγματικοι σημερινοι ληστες ειναι οι μεγαλοεπιχειρηματιες, τραπεζικοι, πολιτικοι, καλογεροι, καθαροαιμοι απογονοι των παλαιων ληστων τσιφλικαδων, καλογερων, κοτζαμπασιδων (με πετιγκρι παρακαλω).
η διαφορα βρισκεται στο οτι ο λαος τοτε κατανοουσε ποιοι ηταν οι πραγματικοι ληστες που τον εκμεταλευονταν.
Θωμας Γκανταρας
Φωτης Γιαγκουλας
και απο εδω:
του Αλέκου Χατζηκώστα
Το φαινόμενο της «ληστοκρατίας» κράτησε ένα ολόκληρο αιώνα στη χώρα μας (που φυσικά δεν έχει και το μονοπώλιο σε παρόμοιες καταστάσεις).
Συνδέεται με την εξελικτική πορεία του νεοελληνικού αστικού κράτους γνωρίζοντας περιόδους ύφεσης και έξαρσης που σχετίζονται με συγκεκριμένα πολιτικά γεγονότα κοινωνικές αλλά και εθνικές εξελίξεις.
Μελετητές του φαινομένου, σχηματικά χωρίζουν τη «ληστοκρατία» στις παρακάτω περιόδους. 1835-1870 (συμπίπτει με τη βασιλεία του Όθωνα) όπου έχουμε την εμφάνιση και την έξαρση του φαινομένου. 1870-1920 την παγίωση του (συνδέεται με την ανάπτυξη των εδαφών της χώρας μας καθώς την παγίωση του αστικού καθεστώτος, τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, το «εθνικό διχασμό» κ.α) και την περίοδο 1921-1936 (με την καθοριστική σφραγίδα της Μικρασιατικής καταστροφής) με την εκ νέου έξαρση και την εξάλειψή της.
Για την ορολογία
Από την αρχή θα πρέπει να ξεκαθαριστεί πως και στο φαινόμενο αυτό υπήρχε αντιστροφή των εννοιών με προφανή στόχο την συσκότιση του φαινομένου και τη συκοφάντηση των πρωταγωνιστών του.
Έτσι οι αγωνιστές της επανάστασης του ’21 (οι αντίθετοι με τους τούρκους αλλά και τους κοτσαμπάσηδες) ονομάστηκαν «κλέφτες».
Στη συνέχεια κυρίως στην περίοδο της «Βαυαροκρατίας» όσοι δεν συμφωνούσαν με την επίσημη πολιτική των κοτσαμπάσηδων και της τότε ανερχόμενης άρχουσας αστικής τάξης και έβγαιναν στο «κλαρί» χαρακτηριζόταν συλλήβδην σε «ληστές» και «ρέμπελοι» ενώ η λέξη επανάσταση εξοστρακιζόταν.
Ας μην ξεχνάμε πως το καθεστώς της αντιβασιλείας επικήρυξε το 1834 ως «ληστές» τον Πλαπούτα και τον Κολοκοτρώνη και αργότερα τους φυλάκισε και τους δίκασε ως εγκληματίες κατά του καθεστώτος.
Αλλά και σήμερα η αντιστροφή αυτή συνεχίζεται με τα να βαφτίζεται η αντίσταση των λαών κατά της «Νέας Τάξης Πραγμάτων» συλλήβδην ως τρομοκρατία!
Εδώ ιδιαίτερη σημασία έχει η προσέγγιση του Hobsbawm που χρησιμοποιεί τον όρο «κοινωνικός ληστής» που τον διαφοροποιεί από τον κοινό ληστή.
«Αυτό που έχει σημασία σχετικά με τους κοινωνικούς ληστές είναι ότι είναι χωρικοί που ζουν στην παρανομία, τους οποίους ο αφέντης και το κράτος θεωρούν εγκληματίες, αλλά που παραμένουν στα πλαίσια της αγροτικής κοινωνίας και θεωρούνται από τους χωρικούς ήρωες, αγωνιστές, εκδικητές, πολεμιστές της ελευθερίας, ακόμη και αρχηγοί απελευθερωτικών αγώνων και οπωσδήποτε άνδρες που αξίζουν το θαυμασμό και την υποστήριξη τους» (Bandits).
Όσο όμως απομακρυνόμαστε από το 1821 τα χαρακτηριστικά αυτά συχνά ξεθωριάζουν και επομένως η διαφοροποίηση των «κοινωνικών» από τους «κοινούς» ληστές γίνεται δύσκολη ή και αυθαίρετη όπως παραδέχεται ο ίδιος.
Οι αιτίες
Η γέννηση της «ληστοκρατίας» (συμβατική και όχι ουσιαστική ονομασία) συνδέεται άμεσα με τον τρόπο συγκρότησης του ελληνικού αστικού κράτους μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της επανάστασης του ’21 ήταν ότι αυτή είχε ως αποτέλεσμα αφενός την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, υπό τη κηδεμονία των τότε Μεγάλων Δυνάμεων και αφετέρου σε κοινωνικό επίπεδο άφησε άλυτα βασικά αστικοδημοκρατικά ζητήματα, όπως αυτό της γης διατηρώντας τα προνόμια των κοτσαμπάσηδων και τις μισοφεουδαρχικές σχέσεις στην αγροτική οικονομία.
Ο κυβερνήτης Καποδίστριας το 1827 παρά την προσπάθεια διοργάνωσης του ελληνικού κράτους στάθηκε ανίκανος να λύσει το καίριο πρόβλημα της εποχής, τη διανομή δηλαδή στους εξαθλιωμένους αγρότες των λεγόμενων εθνικών γαιών που άνηκαν στους Τούρκους μπέηδες.
Έτσι το μεγαλύτερο μέρος αυτών (πάνω από το μισό του καλλιεργήσιμου εδάφους της χώρας) πέρασε στα χέρια των προκρίτων, ενώ το 80% των αγροτών έμειναν ακτήμονες όπως στη τουρκική κατοχή, εξαρτημένοι από τους πρόκριτους, πλούσιους γαιοκτήμονες κι εκμισθωτές των φόρων.
Η κατάσταση για τα λαϊκά στρώματα επιδεινώνεται με τον ερχομό του Όθωνα και τη δημιουργία μοναρχικού κράτους υπό τον έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων.
Σε οικονομικό επίπεδο έχουμε δύο χαρακτηριστικά.
Αφενός την εφαρμογή φορολογικού συστήματος που δεν διέφερε από το αντίστοιχο της τουρκοκρατίας και σε ορισμένα ζητήματα ήταν και χειρότερο.
Έτσι είχαμε την δεκάτη πάνω στην αγροτική παραγωγή και την επικαρπία στα εθνικά κτήματα.
Οι δύο αυτοί άμεσοι φόροι ξεπερνούσαν το 25%.
Αφετέρου παραμένει άλυτο το πρόβλημα των εθνικών γαιών.
Από τα 721.000 εκτάρια των εθνικών γαιών μόνο τα 28.000 παραχωρήθηκαν μέχρι το 1856 έναντι ετήσιας εξόφλησης, ενώ μεγάλο μέρους τους περίπου 300.000 εκτάρια έγιναν αντικείμενο σφετερισμού από τους ισχυρούς της εποχής.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το 80% των αγροτών (πάνω από το 60% του συνολικού πληθυσμού) να μην έχει ιδιοκτησία, ενώ οι υπόλοιποι να διαθέτουν από ½-1 εκτάριο στις ορεινές περιοχές και 5-20 εκτάρια στις πεδιάδες.
Σε νομικό επίπεδο ο αυταρχισμός της διακυβέρνησης δένεται με την κατάργηση των στοιχειωδών δημοτικών ελευθεριών και την εφαρμογή του «βυζαντινού δικαίου» (1835), που ουσιαστικά αποτελούσε την εφαρμογή του ρωμαϊκού δικαίου όπως αυτό λειτουργούσε στη Γερμανία.
Ξεχωριστή απόφαση που συνέβαλλε μαζί με όλα τα παραπάνω στο φαινόμενο της «ληστοκρατίας» ήταν η αντιμετώπιση του στρατιωτικού ζητήματος από την Αντιβασιλεία.
Η Αντιβασιλεία έλυσε το πρόβλημα αυτό με πνεύμα στρατιωτικής κατοχής σε ξένη χώρα, απολύοντας όλα τα ελληνικά στρατεύματα και αντικαθιστώντας τα μ’ ένα εθελοντικό σώμα στρατολογημένο στη Βαυαρία με γερό μισθό. Μόνο μία δύναμη 1.000 ελλήνων στρατιωτών μπορούσε να μπει στο νέο στρατό και στη χωροφυλακή. Τα μέτρα αυτά άφησαν χωρίς πόρους ζωής περίπου 10.000 παλιούς αγωνιστές του πολέμου της Ανεξαρτησίας που μάλιστα πολλοί από αυτούς προερχόταν από περιοχές που είχαν μείνει έξω από το ελληνικό κράτος.
Κοντά σ’ αυτά θα πρέπει ως αιτίες να προστεθούν και άλλες αδικίες όπως ο κομματισμός, ο χρηματισμός των δημοτικών αρχόντων, το διοικητικό χάος και η υποχρεωτική τετραετής θητεία με το σύστημα των «κληρουχιών» καθώς και η γενικευμένη ζωοκλοπή και η βεντέτα που ανάγκαζε τους «φυγόδικους» να καταφύγουν στα βουνά.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να τονιστεί πως με κάθε νεοαπελευθερωμένο έδαφος η ληστοκρατία άνθιζε και απλωνόταν κι’ αυτή.
Οι λεγόμενοι «ιππότες των ορέων» στην Ελλάδας ήταν κατά πλειοψηφία τους χωρικοί (αγρότες-κτηνοτρόφοι) που η κοινωνική αδικία με βάση τη δική τους αντίληψη, τους ανάγκαζε να βγουν στο κλαρί.
Στη βία αντιτάσσανε τη βία.
Ήταν τηρουμένων των αναλογιών οι συνεχιστές της κλεφτουριάς της προεπαναστατικής περιόδου και ορισμένοι από αυτούς είχαν συμμετάσχει και στον αγώνα για την Ανεξαρτησία.
Ορισμένα χαρακτηριστικά της δράσης τους
Είναι γεγονός πως οι ληστές είχαν δικούς τους άγραφους νόμους και κώδικες τιμής που τους κρατούσαν απαραβίαστους.
Είχαν δηλαδή μπέσα (που συμπεριλάμβανε ορισμένες φορές και τους διώκτες τους χωροφύλακες), λεβεντιά, ηρωισμό και θάρρος και μπροστά στο θάνατο. Μισήθηκαν θανάσιμα κυρίως από την καθεστηκυία τάξη (που εκπρόσωποι της όμως αξιοποίησαν το φαινόμενο αυτό και για ίδιο όφελος-πολιτικοί εκβιασμοί αλλά για τη λήψη μέτρων σε βάρος κάθε «ενοχλητικού»), αλλά αγαπήθηκαν από μεγάλο μέρος του λαού που έβλεπε σ’ αυτούς τους απροσκύνητους, τους εκδικητές των χαμένων τους ονείρων.
Σε δημοσίευματα σχετικά με τον «Κώδικα Τιμής» και ανάμεσα στα 16 άρθρα του αναφέρεται: «Εάν τις των ληστών παρέχει υπονοίας επιβουλής κατά της ζωής συναδέλφων του τιμωρείται με θάνατον» (10), «Να μην πλησιάζωσι γυναίκας» (16), «Να απαγάγωσι αιχμαλώτους τους πλουσίους και ζητώσι παρ’ αυτών τόσα λύτρα όσα ήσαν δυνατόν να δώσωσιν, χωρίς να χειροτερεύωσι την κοινωνικήν των θέσιν, εξερχόμενοι της αιχμαλωσίας» (3), «Να σέβωνται τους κομιστάς των λύτρων και να δίδωσι αυτοίς μετά το πέρας της παραβολής των λύτρων δώρα χρηματικά»(8)
Οι περισσότεροι συμπεριφερόταν σε μεγάλο βαθμό ως σύγχρονοι «Ρομπέν των Δασών». Πολλές πράξεις τους υπήρξαν ευγενικές, τίμιες, δίκαιες. Σχολεία, εκκλησίες επισκευάστηκαν με τα χρήματα που έδωσαν απλόχερα, ενώ νέες προικίστηκαν.
Συχνά όχι μόνο μοίραζαν κλοπιμαία σε φτωχούς, χήρες, ορφανά και αρρώστους αλλά απένειμαν και δικαιοσύνη: αν κάποιος π.χ έλεγε πως θα παντρευτεί καμία και δεν το έκανε λάβαινε ένα προειδοποιητικό γράμμα για να το ξανασκεφτεί!
Ήταν οργανωμένοι σε ομάδες 10-20 ατόμων που συνήθως ενωνόταν και με συγγενικούς δεσμούς.
Γύρω φυσικά από τη «συμμορία» υπήρχαν διάφοροι «δορυφόροι» όπως πληροφοριοδότες, τροφοδότες, κλεπταποδόχοι και φίλοι.
Στην υπάρχουσα ιεραρχία διακρινόταν ο καπετάνιος ή λήσταρχος, το «πρωτοπαλλήκαρο», οι απλοί ληστές και τα «τσιράκια». Συχνά ο καπετάνιος συναποφάσιζε με τους παλιούς ληστές για σοβαρά ζητήματα, ενώ η μοιρασιά είχε και αυτή την ιεραρχία της (π.χ ο καπετάνιος έπαιρνε το 1/10, οι παλιοί το 1/3 κ.α). Η πειθαρχία στις αποφάσεις ήταν απαράβατη και κάθε παράβαση σήμαινε θάνατο ή ακρωτηριασμό. Η σκληρότητα στην «τιμωρία» προς τους «εχθρούς» είτε επειδή τους πρόδωσαν, είτε επειδή τους φέρθηκαν άπιστα αλλά και προς τα θύματα τους αν δεν κατέβαλαν οι δικοί τους τα λύτρα ή προσπαθούσαν να δραπετεύσουν ήταν φρικιαστική.
Συνήθως δρούσαν από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο ενώ το υπόλοιπο διάστημα λούφαζαν ή παριστάνοντας τους εμπόρους έφθαναν μέχρι και τη Ρουμανία. Τα καλύτερα κρησφύγετά τους υπήρξαν τα μοναστήρια. Σε μοναστήρι του Ολύμπου ξεκουραζόταν ο Γιαγκούλας και μοναχοί φρόντιζαν και υπέθαλπαν τους συνεργάτες του τον Μπαμπάνη και Μπλαντέμη.
Οι επιθέσεις τους είχαν ως χαρακτήρα τη ληστεία- λεηλασία περιουσιακών στοιχείων («δεν βάνω χέρι να ληστέψω πτωχούς ανθρώπους που δεν έχουν 500 τουλάχιστον λίρες και πάνω για την οικογένεια τους και το εαυτόν τους» - Φ. ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ) ,την απαγωγή προσώπων για λύτρα, την επίθεση για εκφοβισμό-τρομοκράτηση αντιπάλων συγκεκριμένου πολιτικού, ορισμένες φορές είχε και εθνικό χρώμα (π.χ αιχμαλωσία του Μπερτώ γάλλου αξιωματικού του στρατού κατοχής από τον Νταβέλη) ή και ως μέσο εκβιασμού στο κράτος να δώσει αμνηστία.
Στην εμφάνιση τους δεν ήταν «αγριάνθρωποι» όπως ήθελαν να τους εμφανίσουν, αντίθετα ορισμένοι ήταν ονομαστής ομορφιάς (π.χ Γιαγκούλας).
Ξεχώριζαν για το ότι ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί (ασημοκαπνισμένα ντουφέκια, τεράστια σπαθιά, μικρά εγχειρίδια, πιστόλια) αλλά και για την φουστανέλα που φορούσαν καθώς και για τα ασημικά και χρυσά που συμπλήρωναν την επιβλητική τους εμφάνιση.
Μαλλιά ή γένια άφηναν κατά περίσταση, ενώ στο κεφάλι φορούσαν συνήθως μαυρομάντηλο όπως π.χ οι πειρατές.
Το οξυμένο πρόβλημα της υπόδησης αντιμετωπιζόταν με το κουβάλημα των απαραίτητων «πετσωμάτων» (σόλες για τα γουρουνοτσάρουχα).
Οι γυναίκες αποτελούσαν ξεχωριστό κεφάλαιο στη ζωή τους και συχνά αιτία για να «βγουν στο κλαρί». Αρκετοί ήταν αυτοί που συναντούσαν τις ερωμένες τους στα φαράγγια της υπαίθρου αλλά και στα σπίτια τους στα χωριά. Τα ειδύλλια τους έγιναν τραγούδια. Οι περισσότεροι ήταν άγαμοι αλλά σίγουρα γενναιόδωροι σε χήρες, ορφανά, ανύπαντρες κοπέλες.
Φυσικά υπήρχαν και γυναίκες λησταρχίνες όπως η περίφημη-πανέμορφη Μαρία Πενταγιώτισσα.
Ο βιασμός γυναίκας ήταν απαράδεκτος από ληστές.
Κανείς τους σχεδόν δεν είχε προσωπική περιουσία.
Όποια διέθεταν την κουβαλούσαν μαζί τους κατάσαρκα ή την έκρυβαν σε μέρη που μόνο οι ίδιοι γνώριζαν.
Τα λεφτά που διέθεταν στο μεγαλύτερο τους μέρος πήγαιναν σε ληστοτρόφους, πληροφοριοδότες και κουμπάρους.
Συχνά αισθανόταν την ανάγκη να δικαιολογούν τις πράξεις τους. Ο Φ. Γιαγκούλας άφηνε στο θύμα του ένα επεξηγηματικό κείμενο γραμμένο μάλιστα και σφραγισμένο που το έλεγε «ψυχοχάρτι».
Τα μέτρα του αστικού καθεστώτος
Οι κυβερνήσεις όλο αυτό το διάστημα με διάφορα νομοθετήματα, καθώς και με καλύτερη οργάνωση των κατασταλτικών μηχανισμών (π.χ δημιουργία χωροφυλακής 1833, αναδιάρθρωση του στρατού κ.α) επιχείρησε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο.
Έτσι για παράδειγμα ήδη από τις 28 Απριλίου το 1836 έθεσε σε ισχύ τον νόμο περί αμνηστίας αλλά εξαιρούσε 16 περιβόητους λήσταρχους. Το φαινόμενο των ληστειών με αυτό το νόμο περιορίσθηκε σχετικά. Από το 1845 όμως η πολιτική διαφθορά που επικρατούσε στη χώρα μας ,(με την συμβολή της Αντιπολίτευσης που ήθελε να κτυπήσει τη Κυβέρνηση ) ενθάρρυνε και δημιούργησε νέες συμμορίες.
Η Κυβέρνηση τότε βρέθηκε μπροστά σε μία χαώδη κατάσταση κυρίως στην ύπαιθρο. Με το νόμο ΤΟΔ της 27 Φεβρουαρίου 1871 ,περί καταδιώξεως της ληστείας έθεσε σε εφαρμογή το μέτρο της επικήρυξης των ληστών και της εκτόπισης όλων όσων τους υπέθαλπαν και τους πρόσφεραν κάλυψη.
Οι επικηρύξεις έφταναν σε μυθικά ποσά.
Ο Φώτης Γιαγκούλας είχε επικηρυχτεί τρεις φορές και το 1925 το ποσό είχε φτάσει τις 600.000 δρχ. Παρά τις δεκάδες συλλήψεις και εκτελέσεις τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά. Στον 20 αιώνα από νομικής άποψης ξεχωρίζουν: Το νομοθετικά διάταγμα για την ίδρυση στις πρωτεύουσες κάθε νομού «Επιτροπής επί της Δημοσίας Ασφαλείας» (21/4/1924) με σκοπό την «τελεία αποκατάσταση της δημοσίας ασφαλείας και τάξεως» καθώς και το Νομοθετικό Διάταγμα «Περί αμνηστίας ληστών φονευόντων ληστήν κλπ» (14/11/25).
Εδώ να τονίσουμε πως τα μέτρα αυτά (π.χ εκτόπιση, επικήρυξη) χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια (και με προσθήκες) στους άλλους «εχθρούς του κοινωνικού καθεστώτος», αριστερούς, κομμουνιστές κ.α οδηγώντας τους στις φυλακές και στους τόπους της εξορίας.
Οι ποινές για τη ληστεία διακρινόταν σε αποζημιώσεις, φυλακίσεις αλλά και θάνατο με αποκεφαλισμό με την εισαγωγή της λαιμητόμου από τους Βαυαρούς.
Ο αποκεφαλισμός να θυμίσουμε πως χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα της περίοδο της τουρκοκρατίας.
Συχνά μάλιστα μετά από συμπλοκές τα καταδιωκτικά αποσπάσματα έκοβαν το κεφάλια των ληστών και τα έθεταν σε κοινή θέα (όπως έγινε και με τα κεφάλια των Γιαγκούλα-Μπαμπάνη και Τσαμήτρα στον σιδηροδρομικό σταθμό Κατερίνης το 1925).
«Συνήθεια» που εφαρμόστηκε και την περίοδο του εμφυλίου από τα ΤΕΑ (να θυμίσουμε το κεφάλι του Αρη Βελουχιώτη και του συντρόφου Τζαβέλα σε κοινή θέα στους φανοστάτες των Τρικάλων)…
Το φαινόμενο της «ληστοκρατείας» τερματίστηκε από την οργάνωση και την πυγμή του αστικού κράτους κατά την περίοδο του Ε. Βενιζέλου.
Οι εναπομείναντες ληστές κατά την περίοδο της Κατοχής σε μεγάλο βαθμό εντάσσονται στις ένοπλες ομάδες της Εθνικής Αντίστασης (ΕΛΑΣ π.χ Νάκος Μπελής) βρίσκοντας εκεί ηρωισμό, λεβεντιά και συντροφικότητα στο αγώνα για το δίκιο και την κοινωνική απελευθέρωση, ενώ ορισμένοι έρχονται σε σύγκρουση και τιμωρούνται.
Η «ληστροκρατία» στην Ημαθία
Το τρίγωνο Κοζάνη- Κατερίνη- Λάρισα (Χάσια-Ολυμπος-Πιέρια) αποκαλούνταν ληστρικό τρίγωνο και η «ληστοκρατία» κρατούσε από την προεπαναστατική περίοδο.
Στην Ημαθία αναφορές έχουμε τη δράση των «Ιπποτών των Ορέων» στα Πιέρια και στο Βέρμιο. Σε σχετικές μελέτες αναφέρεται πέρα από τη δράση και τις σχέσεις που είχε ο ίδιος ο Γιαγκούλας στα χωριά των Πιεριών (σημερινός Δήμος Μακεδονίδος) και η ύπαρξη και δράση των : Καπετάν Βασιλάκης από τη Ριτήνη Πιερίας που μάλιστα απήγαγε το 1887 από την Παναγία Δοβρά την ανιψιά του τότε Μητροπολίτη Προκοπίου, του Γιάννη Ντόμανου (από Ριζώματα) το 1900-1904, των Νικαίων-Ντεληκαναίων (τέσσερα αδέρφια από Δάσκιο), ο Ντάκος (από Ριζώματα), τον Χρίστο Παναγιώτη Μπατσαρά από το Πολυδένδρι, του πρώην χωροφύλακα Βασίλειου Γκρεμούλα από την Κουντουριώτισσα Πιερίας, που αργότερα εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ κ.α Οι ληστές των Πιερίων λειτουργούσαν με βάση κανόνες, σε αντίθεση με αυτούς του Βερμίου που λειτουργούσαν άτακτα και ονομαζόταν συχνά και «ρέμπελοι».
Τα λαϊκά στρώματα θεωρώντας τους ως συνεχιστές των αρματολών και κλεφτών και παίρνοντας υπόψη τη γενικότερη στάση τους, τους ηρωποίησαν, χτίζοντας τον μύθο τους.
Εκτίμησε ο λαός ιδιαίτερα τον ανυπότακτο και απροσκύνητο χαρακτήρα τους, τους θεώρησε ως υπερασπιστές της ισότητας και της δικαιοσύνης, ταυτίστηκε μαζί τους όταν με τη δράση τους καταξευτέλιζαν τους νόμους, νομοθέτες και τα εκτελεστικά τους όργανα τους χωροφύλακες (εικοσιπενταράδες-καραβανάδες).
Βιβλία, τραγούδια, λαϊκά αναγνώσματα στις εφημερίδες της εποχής, αποδεικνύουν την τεράστια απήχηση που είχαν τα κατορθώματα τους στο ευρύ κοινό. Μάλιστα η σχετική βιβλιογραφία αναφέρει πως στην πλατεία της Λάρισας πολλοί φωτογράφοι είχαν μεγάλες φωτογραφίες των περίφημων ληστών της εποχής, από τις οποίες είχαν αφαιρέσει το κεφάλι για να μπορεί ο φωτογραφιζόμενος νέος να βάλει εκεί το δικό του!
Ακόμη στην περιοχή των Χασίων τα παιδιά μετά τα 10 τους χρόνια άφηναν τα μαλλιά τους να μακραίνουν με την προτροπή των μανάδων τους για να «μοιάσουν του Γιαγκούλα», ενώ το πρώτο πράγμα που αγόραζαν ήταν ένα μαχαίρι και ένα ζευγάρι χρυσές καλτσοδέτες…
Ο Φώτης Γιαγκούλας συχνά συνήθιζε να λέει: « Οι κλέφτες θα ξοφλήσουν από τα βουνά και θα κατέβουν στις πόλεις». Τι λέτε κυρίες και κύριοι; Δίκιο δεν είχε;.
Πηγές:
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ – Ν. ΣΒΟΡΩΝΟΣ / ΘΕΜΕΛΙΟ
ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΛΗΣΤΑΡΧΟΙ ΣΤΑ ΠΙΕΡΑ (1870-1935)/ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Θ. ΜΠΑΤΣΑΡΑΣ / ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
ΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΑ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ /ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΖΑΝΑΚΑΡΗΣ / ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (19Οος αιων.)/ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ /ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΛΗΣΤΕΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ/ΚΥΡΙΑΚΟΣ Δ. ΚΑΣΣΗΣ/ΙΧΩΡ
το καταλαβατε οτι τιποτα δεν αλλαξε και οτι εχουμε ακομη ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ?
οτι δεν σας ανηκει ΤΙΠΟΤΑ?
οτι τα αφεντικα παραμενουν ΑΦΕΝΤΙΚΑ?
οτι αν εσεις σηκωσετε το κεφαλι, θα σας το ΚΟΨΟΥΝ?
Τα κλαρίνα (διήγημα του Μιχάλη Τζιώτη)
-
Πριν από λίγο καιρό, ο φίλος μας ο Μιχάλης Τζιώτης μού έστειλε ένα
απόσπασμα από διήγημά του, επειδή, όπως είπε, το όλο διήγημα ήταν πολύ
μεγάλο, πάνω απ...
5 hours ago